- μειοῦται
- μειόωlessenpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραύξω — και παραυξάνω Α 1. επαυξάνω, μεγεθύνω 2. (μετρ.) μηκύνω, εκτείνω συλλαβή μετρικώς 3. (αμτβ.) αυξάνομαι («ὅσον ἡ ἡμέρα παραύξει, τοσοῡτον καὶ ἡ νὺξ μειοῡται», Γέμιν.) … Dictionary of Greek